Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

"Ποιός είπε 'βαριέμαι';" (μέρος 1ο)


Αν με ρωτούσατε λίγο καιρό πριν, θα σας έλεγα πως η Αθήνα είναι η πιο βαρετή πόλη του πλανήτη. Με μια ζωή προγραμματισμένη και ταυτόχρονα απολύτως υποταγμένη στην έλλειψη προγράμματος, ήμουν και παραμένω ένας συνηθισμένος Αθηναίος. Που βρέθηκε να ζει εδώ περισσότερο από τύχη, παρά από επιλογή.
Αλλά εφόσον με ρωτάτε τώρα, θα σας πω κάτι διαφορετικό. Μια μικρή ιστορία μιας μέρας στην Αθήνα. Καμιά φορά- σπάνια βέβαια- ένας καλειδοσκοπικός φακός έρχεται να εγκατασταθεί μπροστά στην οπτική μας για να την πολλαπλασιάσει σε εκδοχές. Έτσι είναι και για μένα πια η σχέση μ’ αυτή την πόλη• καλειδοσκοπική.
Το ξυπνητήρι χτυπούσε από τις 7 και μετά ανά δεκάλεπτο επίμονα, κι έτσι την τρίτη ή τέταρτη φορά αναγκάστηκα να σηκωθώ. Με αρκετά νεύρα που δεν είχα χορτάσει ύπνο και που- καθώς φαινόταν- θα αργούσα στη δουλειά, η πρώτη μου πρωινή πρόθεση ήταν να ετοιμάσω ένα φραπέ, όταν διαπίστωσα πως δεν είχα ζάχαρη. Από το να ντυθώ και να κατέβω μέχρι το σούπερ μάρκετ ή έστω μέχρι το ψιλικατζίδικο, προτίμησα να παραμείνω με τη φόρμα και τις σαγιονάρες και να χτυπήσω την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος.
Στο διπλανό μου διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, μένει η κυρία Καλλιόπη, μια ευγενέστατη κυρία γύρω στα 60, που ξέρω πως ξυπνάει κάθε μέρα απ’ το χάραμα γιατί η κόρη της της αφήνει να προσέχει το εγγονάκι. Χτύπησα λοιπόν χωρίς διασταγμό, μετά από λίγα δευτερόλεπτα η κυρία Καλλιόπη εμφανίστηκε στην πόρτα με το καπέλο και την τσάντα της και με το καρότσι του μωρού. Δεν είχε ακούσει το χτύπημά μου, κι ετοιμαζόταν, όπως μου είπε, να πάει το μωρό μια βόλτα μέχρι το πάρκο της Ζ. Πηγής και Ναυαρίνου, όπου γινόταν 3ήμερο εκδηλώσεων για παιδιά.
Της ζήτησα ευγενικά και μου έφερε λίγη ζάχαρη, μετά μου ζήτησε κι εκείνη με τη σειρά της να τη βοηθήσω να βάλουμε το καρότσι στο ασανσέρ. Κατέβηκα με τις σκάλες για την βοηθήσω και με το πλατύσκαλο της εισόδου, πήρα της ευχή της να την έχω, και ξανανέβηκα. Αυτή ήταν η στιγμή που διαπίστωσα με απελπισία πως τα κλειδιά μου βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα κι εγώ απ’ έξω, κρατώντας μια χαρτοπετσέτα γεμάτη ζάχαρη, με τη φόρμα και τις παντόφλες μου, έπρεπε να βρω επειγόντως έναν τρόπο να πάω στη δουλειά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου