Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

"Ποιός είπε 'βαριέμαι';" (μέρος 2ο)

Κατεβαίνω ξανά κάτω, όπως ακριβώς μ’ αφήσατε, με τη φόρμα, τις σαγιονάρες και τη ζάχαρη, το Φλοράλ ευτυχώς δεν είχε ανοίξει ακόμα, περπατάω βιαστικά μέχρι το σπίτι του κολλητού μου του Βαγγέλη, στην Ασκληπιού, λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Ο Βαγγέλης κάθεται στο μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο κι απολαμβάνει τον καφέ του. Λαχανιασμένος, βάζω μια φωνή- σηκώνεται, με κοιτάζει με απορία, μου ανοίγει την πόρτα. Η ώρα έχει περάσει, έχω αργήσει στη δουλειά, εξηγώ βιαστικά στο Βαγγέλη τι συμβαίνει κι εκείνος προθυμοποιείται να με ‘πετάξει’ με το μηχανάκι του. Μου έχει ήδη δανείσει μια μπλούζα με το περσινό πρόγραμμα του Terra Vibe στην πλάτη κι ένα ζευγάρι κόκκινα allstar που με στενεύουν λίγο. Προηγουμένως έχω φτιάξει ένα φραπέ με τη ζάχαρη που ευλαβικά μετέφερα και πίνω δυο γουλιές. Τα μηχανάκια στην Αθήνα είναι μαγικά• εκμηδενίζουν τις αποστάσεις. Έτσι σε ελάχιστο χρόνο βρισκόμαστε με το Βαγγέλη στη Μεσογείων , έξω από τα γραφεία των εκδόσεων «Μαύροι Καιροί». Δε χαιρετιόμαστε καν, τον αφήνω κι ανεβαίνω πάνω. Για κακή μου τύχη, πετυχαίνω το διευθυντή πωλήσεων στο ασανσέρ. Δε σχολιάζει την αμφίεσή μου, είναι παραδόξως πολύ χαμογελαστός και καλοσυνάτος και μου ζητάει ευγενικά να περάσω σε ένα τέταρτο από το γραφείο του, όπως και γίνεται. Εκεί μου εξηγεί με πατρικό ύφος πως ο χρόνος είναι χρήμα και πως δεν είναι καιροί για σπατάλες, τον ακούω προσεχτικά, προσπαθώ να καταλάβω πού το πάει. Δεν άργησα. Σε λίγα λεπτά μου ανέλυσε μια ολόκληρη -πολύ επιστημονική- θεωρία περί οικονομικής κρίσης και μ’ έστειλε στο λογιστήριο.
Σε μισή ώρα ήμουν πάλι στο δρόμο. χωρίς κλειδιά και κινητό, αλλά με τη νόμιμη αποζημίωσή μου στην τσέπη.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

"Ποιός είπε 'βαριέμαι';" (μέρος 3ο)


Αρχίζω να περπατάω μηχανικά προς το κέντρο. Δεν ξέρω πόση ώρα περπατούσα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τί είχε συμβεί μέσα σε ελάχιστο χρόνο από το πρωινό μου ξύπνημα. Χωρίς να το καταλάβω, έχω βγει στις στήλες του Ολυμπίου Διός, αρχίζω να προχωράω προς το Σύνταγμα και βρίσκομαι ανάμεσα σε πλήθος κόσμου, προσυγκέντρωση για πορεία, οι αστυνομικοί είναι περισσότεροι από τους πολίτες- πώς γίνεται αυτό; Αρχίζω σιγά σιγά να επαληθεύω τις υποψίες μου πως αυτή η πόλη ζει στα όρια του παραλογισμού. Κοιτάζω επίμονα τον κόσμο, προσπαθώ να αναγνωρίσω φάτσες- σίγουρα θα πετύχω κάποιον γνωστό- με σταματάει βίαια ένα γυάλινο προστατευτικό στο ύψος της μέσης μου. Καθώς γέρνω λίγο μπροστά από τη φόρα μου, βλέπω πως μ’ έχουν σταματήσει τα αρχαία ευρήματα έξω απ’ το Ζάππειο, τριγύρω αναμπουμπούλα, φωνές. Αποφασίζω να κάνω μια απόπειρα να αναζητήσω ψυχική γαλήνη, χώνομαι μέσα στον κήπο του Ζαππείου με την επιθυμία ν’ ακούσω μόνο το θρόισμα των φύλλων και το τιτίβισμα των πουλιών. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι, ένας σκύλος με πλησίασε κι έκατσε κι αυτός δίπλα μου. Μείναμε έτσι ακίνητοι για λίγη ώρα, από κάπου ερχόταν τσίκνα που μου ερέθισε τη μύτη, κόντευε μεσημέρι. Ένας πλανόδιος έψηνε σουβλάκια σε μια μεταφερόμενη ψησταριά, σηκώθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη κι αγόρασα 2 για μένα και 2 για το φίλο μου το σκύλο. Καθώς πήγα να ξανακαθίσω στο παγκάκι, βλέπω στ’ αριστερά μου μια παρέα γυναικών με περίεργα ρούχα και ψηλά παπούτσια, συζητούσαν μεταξύ τους και κάπνιζαν, έμοιαζαν με μοντέλα ή ήταν ιδέα μου; Μαζί με το σκύλο πλησιάσαμε διστακτικά προς το μέρος τους, πιο μακριά κάτι τύποι έστηναν τεράστια banners για το Fashion Week, μία από τις κοπέλες με πλησίασε και μου ζήτησε αναπτήρα. Δεν είχα. Τη ρώτησα τί συνέβαινε, μου εξήγησε πως είχαν πρόβα και σε λίγο θα τελείωναν, μετά με ρώτησε αν ξέρω κανένα καλό μέρος για φαγητό εκεί κοντά. Της είπα πως θα την περιμένω να τελειώσει την πρόβα. Κατευθύνθηκα πάλι προς το παγκάκι κι έδωσα και τα 4 σουβλάκια στο σκύλο. Σε λίγα λεπτά εκείνη ήρθε προς το μέρος μου, ντυμένη αλλιώτικα, καθημερινά, εγώ χαιρέτησα τον τετράποδο φίλο μου και φύγαμε για την Πλατεία Προσκόπων.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

"Ποιός είπε 'βαριέμαι';" (μέρος 4ο)

Αφού τελειώσαμε το φαγητό μας εκεί όπου έτρωγαν άλλοτε ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Μινωτής, της ζήτησα να σταματήσουμε σ’ ένα περίπτερο που είχε τηλέφωνο με κερματοδέκτη. Εκείνη γέλασε, νομίζοντας πως της έκανα πλάκα ενώ κρατούσε στο χέρι το iPhone της. Εγώ όμως, πράγματι τηλεφώνησα στη μητέρα μου στα Πατήσια και της εξήγησα με λίγα λόγια πως, είχα κλειδωθεί έξω από το πρωί και πως θα περάσω να πάρω τα δεύτερα κλειδιά του σπιτιού μου, που της έχω αφήσει για παν ενδεχόμενο. Η μητέρα μου ανακοίνωσε περιχαρής πως θα φύγει από το σπίτι αργά το απόγευμα, θα συναντηθεί με τις φίλες της και θα πάνε στον Πλούταρχο για την κοπή της πίτας της ένωσης υπαλλήλων της Τράπεζας όπου εργάζεται. Με προσκάλεσε, αρνήθηκα εκνευρισμένος, τελικά της είπα πως θα περάσω από το κέντρο μόνο για να πάρω τα κλειδιά μου και να φύγω. Κλείνοντας το τηλέφωνο άρχισα να κάνω ανόητους συνειρμούς για την «ιερότητα» της Ιεράς Οδού κάποτε και τώρα. Σταμάτησα έγκαιρα, αυτές οι σκέψεις σε οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη μεταφυσική κι ίσως στη σχιζοφρένεια. Έκανε μια κίνηση να με χαιρετήσει, επαναφέροντάς με στα όρια του Παγκρατίου. Με ευχαρίστησε για τη βόλτα και απομακρύνθηκε. Την κοίταξα για λίγο να φεύγει, την είδα να σταματάει ένα ταξί, έπειτα σταμάτησα ένα κι εγώ.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

"Ποιός είπε 'βαριέμαι';" (μέρος 5ο)

Είπα στον ταξιτζή να με πάει στα Πατήσια, για να προλάβω τη μητέρα μου και να γλιτώσω τον Πλούταρχο. Πριν να κάνουμε όμως 200 μέτρα, αυτός σταμάτησε και πήρε και δεύτερο επιβάτη. «Θησείο», είπε μια κυρία με τεράστια ταρταρούγα γυαλιά ηλίου με χρυσό φινίρισμα, που έκατσε στο μπροστινό κάθισμα. «Στο δρόμο μας είναι, ε νεαρέ;», είπε ο ταξιτζής, σα να μου έλεγε: «Πες όχι τώρα αν θες!». Προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος και ψύχραιμος, κοιτούσα επίμονα ένα κόκκινο αυτοκολλητάκι στα δεξιά μου που έγραφε «Σιγά τις πόρτες». Λίγο πριν αφήσουμε την κυρία Ταρταρούγα στο Θησείο, ο ταξιτζής σταμάτησε και σ’ άλλο ένα νεύμα, ενός νεαρού αυτή τη φορά. «Στον Ταύρο, στα ΚΕΠ», είπε ο νεαρός κι εκείνος του έκανε νόημα να μπει μέσα. Είχα αρχίσει να συγχύζομαι σοβαρά. «Σφαγεία τα λένε νεαρέ, τι ΚΕΠ; Τόσα χρόνια σφαγεία ήτανε! Κύριος!», λέει απευθυνόμενος σ’ εμένα απ’ τον καθρέφτη, την ώρα που η κυρία Ταρταρούγα αποβιβαζόταν. Ξεκόλλησα το βλέμμα μου από το αυτοκολλητάκι και του το ανταπέδωσα. «Δε σε πειράζει να πετάξουμε εδώ πιο κάτω το μικρό και να γυρίσουμε να πάμε εμείς στη δουλειά μας.», μου είπε σε κατάφαση. Το ραδιόφωνο μετέδιδε ειδήσεις, άκουσα κάτι για κατεδάφιση των κτιρίων γύρω από το Μουσείο της Ακρόπολης, ο ταξιτζής άλλαξε σταθμό κι έβαλε Πλούταρχο. Εκεί νομίζω πως βγήκα εκτός εαυτού. Άρχισα να φωνάζω και να του λέω διάφορα που ούτε καν θυμάμαι, αλλά και να θυμόμουν θα δίσταζα να σας επαναλάβω, κατέβηκα από το ταξί στο πρώτο φανάρι που σταματήσαμε, μέσα στη μέση του δρόμου ωρυόμενος και κοπάνησα την πόρτα με όλη μου τη δύναμη. Προχώρησα ασυναίσθητα λίγο προς τα πίσω, χάζεψα τα τεράστια γκράφιτι στην οδό Πειραιώς αριστερά μου και το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού στα δεξιά. Δεν είχα ηρεμήσει ακόμα. Από την Πειραιώς μπορούσα να δω στο βάθος το Δίπυλο. Το όριο της πόλης. Και συνέχισα να περπατάω, έχοντας τη νοητή γραμμή του συνόρου στο μυαλό μου. έστριψα δεξιά πριν την πλ. Κουμουνδούρου, βγήκα στην οδό Διπύλου, τρέμοντας από τα νεύρα. Στη γωνία με Ασωμάτων πέφτω πάνω σ’ ένα υπέροχο νεοκλασικό που θα ορκιζόμουν πως δεν υπήρξε ποτέ πιο πριν εδώ! Η πόρτα είναι ανοιχτή, μπαίνω μέσα σα χαμένος κι ανεβαίνω όλες τις σκάλες. Μέσα σε λίγα λεπτά και μετά από σύντομη κατατοπιστική συζήτηση με άγνωστο κύριο σε πλατύσκαλο, συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι στην ταράτσα του Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης, που έχει σήμερα δωρεάν είσοδο.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

"Ποιός είπε 'βαριέμαι';" (μέρος 6ο)


Ήπια ένα αρωματικό τσάι στην ταράτσα και ηρέμησα, χάζεψα λίγο τα εκθέματα και βγήκα έξω. Είχε βραδιάσει και το μουσείο έκλεινε. Ήμουν ο τελευταίος επισκέπτης που έβγαινε. Θα έκανα μία ακόμα απόπειρα για ταξί, εξ’ άλλου δεν είχα πολλές επιλογές. Κατέβαινα την Πειραιώς με πολύ αργά βήματα αναζητώντας με το βλέμμα μου ελεύθερο ταξί, όταν μπροστά μου σταμάτησε ένα μηχανάκι. Ήταν ο Βαγγέλης, είχε σχολάσει από τη δουλειά του κι επέστρεφε στο σπίτι. Με ρώτησε τι έγινε, του είπα πως είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία και πως θα προτιμούσα να του την πω σε μια ωραία ταβέρνα τρώγοντας, αλλά πως πρώτα θέλω να περάσω από το πατρικό μου στα Πατήσια. Ανέβηκα στο μηχανάκι, του ζήτησα να κάνει μια στάση στην Ιερά Οδό μήπως και πετύχαινα τη μητέρα μου με τα κλειδιά- παρόλο που ήταν ακόμα νωρίς για Πλούταρχο. Για καλή μου τύχη, εκείνη και οι φίλες της ήταν ήδη εκεί από τον ενθουσιασμό τους, και περίμεναν. Πήρα τα κλειδιά χωρίς να πω πολλά λόγια. Ο Βαγγέλης με περίμενε λίγο πιο κάτω στην Τεχνόπολή, όπου παρακολουθούσε εντυπωσιασμένος στιγμιότυπα από μια δωρεάν θετρική παράσταση. Μου πρότεινε να δούμε ταινία στο Ζέφυρο στα Πετράλωνα, η αλήθεια είναι πως μου ‘χε λείψει το θερινό σινεμά, όμως η διάθεσή μου δεν ήταν καθόλου κατάλληλη για ταινία. Πήγαμε όμως μέχρι εκεί και κάτσαμε σε ένα ταβερνάκι. Παραγγείλαμε, το φαγητό ήρθε, νωρίτερα είχε έρθει και το κρασί κι είχα αρχίσει να του διηγούμαι την περιπετειώδη μέρα μου στην πόλη, όταν μας πλησίασε διστακτικά ο σερβιτόρος και μας ζήτησε αν θα μπορούσαμε να πάρουμε παραγγελία από μια παρέα τουριστών που καθόταν απέναντι, γιατί δεν ο ίδιος ήξερε αγγλικά. Κοίταξα το Βαγγέλη, εκείνος γέλασε και σηκώθηκα αποφασιστικά, παίρνοντας το μπλοκάκι του σερβιτόρου από την τσέπη της ποδιάς του. Πήρα παραγγελία από τους τουρίστες, οι οποίοι είχαν καταλάβει τί είχε συμβεί και γελούσαν συνέχεια. Η ώρα πέρασε, οι τουρίστες σερβιρίστηκαν, τα δυο τραπέζια είχαμε γίνει σχεδόν μια παρέα, μας ρωτούσαν διάφορα για την Αθήνα, τους ρωτούσαμε κι εμείς. Ήμουν ήδη πάρα πολλές ώρες έξω, φορώντας τα allstar του Βαγγέλη που με στένευαν λιγάκι, με το κρασί ένιωθα μια πολύ γλυκιά κούραση. Λίγο πριν ετοιμαστούμε να φύγουμε, η μία κυρία από την παρέα τους, έβγαλε από την τσάντα της ένα χαρτί και μου το έδειξε. Είχε σημειώσει το πρόγραμμά τους για τις επόμενες δύο μέρες. Ήταν αυστηρό και καλοσχεδιασμένο, σα να μην επρόκειτο για διακοπές, αλλά για τη διεκπεραίωση μιας πολύ σοβαρής εργασίας. Περίμενε επιβεβαίωση. Την κοίταξα διστάζοντας να σχολιάσω. Με κοιτούσε κι εκείνη περιμένοντας. Σιγά σιγά σιώπησαν όλοι και μας κοιτούσαν να κοιταζόμαστε. Της έδωσα πίσω το χαρτί και της χαμογέλασα. Μου ανταπέδωσε ένα πλατύ χαμόγελο. Μετά έσκισε το χαρτί.